- υποτασικός
- -ή, -ό, Ν [υπόταση]1. (για φάρμακο) αυτός που προκαλεί υπόταση2. (για πρόσ.) αυτός που παρουσιάζει υπόταση ή πάσχει από υπόταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποτασικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί υπόταση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από υπόταση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)